μόσχινος

μόσχινος
μόσχινος, -η, -ον (Α) [μόσχος (Ι)]
κατασκευασμένος από δέρμα μόσχου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοσχίνης — μόσχινος of calf skin fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… …   Dictionary of Greek

  • μοσχινάρι — και μοσκινάρι και μοσκινάριν, τὸ (Μ) 1. μοσχάρι 2. συνεκδ. νεογνό ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού αμάρτυρου *μοσχινάριος < μόσχινος (πρβλ. μακρινάρι < *μακρινάριος < μακρινός)] …   Dictionary of Greek

  • μοσχίναι — μοσχίνᾱͅ , μόσχινος of calf skin fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”